- ἐναπόμαγμα
- ἐναπό-μαγμα, ατος, τό,A impression, image, Herm.in Phdr.p.68A.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπόμαγμα — ἐναπόμαγμα, το (Α) το αποτέλεσμα τού εναπομάσσω*, η αποτύπωση, η εικόνα … Dictionary of Greek
ἐναπομάγματα — ἐναπόμαγμα impression neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)